ἀρχηγετεύω

ἀρχηγετεύω
ἀρχηγ-ετεύω,
A to be chief leader,

τῶν κάτω Hdt.2.123

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχηγετεύω — ἀρχηγετεύω (Α) [αρχηγέτης] είμαι αρχηγός, ηγεμονεύω …   Dictionary of Greek

  • ἀρχηγετεύειν — ἀρχηγετεύω to be chief leader pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχηγέτης — ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. τις, η]) 1. ο γενάρχης 2. ο αρχηγός, ο ηγέτης αρχ. 1. ο οικιστής* μιας πόλης 2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης 3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς 4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται οι δέκα επώνυμοι ήρωες 5. η πρώτη αρχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”